Δεν ξέρω πώς κατανοεί ο περισσότερος κόσμος τις Ιδέες και τα πρόσωπα που υπήρξαν ή και είναι εν ζωή ακόμη, φορείς τους και γεννησιουργοί τους.
Μέσα από τις αμέτρητες πραγματικά ποντικομαχίες και δαχτυλομαχίες (προκύπτουσες από τον τρόπο χειρισμού των μέσων το αυτό), διαβάζω τα άγχη μιας διόλου ευκαταφρόνητης μερίδας προσώπων, οι οποίοι πασχίζουν με τη βοήθεια της ατομικής τους Προκρούστειας κλίνης, να τραβήξουν, ή να πετσοκόψουν αναλόγως, Ιδέες, έννοιες, Ιστορικά γεγονότα, και φυσικά πρόσωπα, για να δικαιολογήσουν τις πολύ δικές τους, εννοιολογήσεις και βαρυσήμαντες θεωρίες.
Δεν είναι αρνητικό να έχεις τέτοιες. Ίσα-ίσα, πάλι καλά που γίνεται απόπειρα να σκέφτονται οι άνθρωποι ακόμη.
Το πολύ αρνητικό είναι, όταν αρχίζουν και εκφράζονται «βεβαιότητες», ως αμετακίνητες θέσεις, οι οποίες απαιτεί αγενέστατα η μεγάλη πλειοψηφία των παραπάνω, να εισακουστούν ως ένα άλλο παπικό αλάθητο. Η συνηθισμένη τακτική είναι: Ο «χ» είπε αυτό, ΕΓΩ λέω ότι σημαίνει αυτό, γιατί ο Ψ αναλυτής είχε πει κάτι παρόμοιο (πλάγια επίκληση αυθεντίας), ΕΣΥ τολμάς να διαφωνείς με ΕΜΕΝΑ; ,Τολμάς; Μαύρο ψηφιακό φίδι που σε έφαγε. Ή και κόκκινο που είναι συνηθέστερο.
Οι αντιφάσεις σε όλους αυτούς είναι σχεδόν πάντοτε άμεσα εμφανείς. «Αντί-καπιταλιστής», σε απευθείας πνευματική επικοινωνία με τον Στάλιν και με το κιπά του Μαρξ ευλογώντας, να κυκλοφορεί και να παίζει σχεδόν ή κυριολεκτικά μπουνιές, για την αγαπημένη ποδοσφαιρική του ομάδα, (των στημένων χορών των εκατομμυρίων των ΚΑΕ κλπ).
Σαν επί παραδείγματι, να πλακώνονται με καδρόνια στο ξύλο, οι πελάτες του Τζάμπα σιχαμένου ηλεκτρικάδικου, με το αντίπαλο καπιταλομαγαζί ηλεκτρικών, και η δικαιολογία για αυτό, να ΘΕΛΟΥΝ να την κάνουν να χωράει ενδεχομένως, σε κάποια μαλακία που εκστόμισε ο κόκκινος Πατερούλης με τη μουστάκα πάνω από ένα πτώμα ενός ακόμη διαφωνούντα με αυτόν, και ακόμη χειρότερα, να θέλουν να παντρέψουν τον σφαγέα της Γεωργίας με τον Πλάτωνα ή τον Επίκουρο ή τον Ηράκλειτο.
Και πάλι πλειοψηφικά, οι περισσότεροι εξ αυτών, δηλώνουν "υπερασπιστές και μάχιμοι". Δημοκράτες ντε, από τους γνωστούς και πολύ-μα πολύ σε λέω αυτοδιαφημιζόμενους.
Σβήνουν, γράφουν, κόβουν και ράβουν την Εθνική μας Ιστορία ή την Ευρωπαϊκή να βολεύει το μαγαζί που υπηρετούν και θα ήθελαν, σχεδόν απροκάλυπτα, να αφήσουν και οι ίδιοι «εποχή» με τις «βαθυστόχαστες» σκέψεις τους και σε σημείο ψυχοπάθειας καταγραφές τους.
Δημιουργούνται ταυτόχρονα μερικοί πολύ προβλέψιμοι αυτοματισμοί στη σκέψη τους οι οποίοι καταντούν απλουστευτικά γελοίοι. Παράδειγμα, τυπικός Σταλινικός, για να συνεχίσω στο ίδιο τυχαίο παράδειγμα που ξεκίνησα, άρα, μισώ με το ζόρι τους Γερμανούς, βρίσκω 500 λόγους από διάσπαρτες αναφορές να το δικαιολογήσω, μπουρδουκλώνω και μερικές αυθεντίες μέσα να βαστάνε με τσιτάτα τα θεμέλια του μίσους, και voila!
Με αυτά και αυτά, η ζωή τραβάει την ανηφόρα στην Ελλάδα/Γκέτο/Προτεκτοράτο, και η Ευρώπη συνεχίζει να διολισθαίνει βιασμένη με «ανήσυχους» δημοκρατικούς τίτλους στα ΜΜΕ της.
Τώρα, οι σωτήρες/επαναστάτες του πλήκτρου/αυθεντίες του τσιτάτου/ διακαώς ποθούντες να τους αναγνωρίζουν ως «κάποιους», άμα τους δείξεις την άσφαλτο, τη συμμετοχή στην ευθύνη ή και τον κίνδυνο, και τη διαδρομή, στρίβουν σαν τη μουστάκα των κάθε λογής πατερούληδών τους.
Όλοι δαύτοι θέλουν να νοιώσουν μέσω των πλατφόρμων του διαδικτύου ως υπαρκτές παραγκωνισμένες διάνοιες.
Όπως το πρεζάκι που σε σταματάει στο δρόμο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και σου ζητάει ένα νόμισμα για να «πάει να γίνει». Καθώς νοιώθει-δικαίως- ότι «δεν είναι».
Ε, και όλοι αυτοί, δεν θα «γίνουν» τίποτε, ποτέ. Τίποτε παραπάνω τουλάχιστον, από περσόνες του κλικ και της ατάκας των 24 ωρών.
Το αδιέξοδο τους, εκφράζεται και στην πλήρη ανικανότητα να αισθανθούν μέρος του σημερινού πολιτισμικού γίγνεσθαι, και συχνά, αναρτούν κάτι που καταλήγει περίπου σε "αααχχχ, τότε, εκείνα το χρόνια που (εγώ έζησα), και κάτι κουνιόταν, ενώ τώρα..". Ναφθαλίνη, μύκητες και σκόνη.
Μια διακοπή ρεύματος για μία εβδομάδα ίσως μας λυτρώσει κάποτε, ποιος ξέρει;
Θα μπορούσα να πω και άλλα παραδείγματα και να το σχετικοαναλύσουμε και άλλο, μα δε χρειάζεται. Όποιος/α κατάλαβε ως εδώ, μυαλό έχει και ο ίδιος/α.
Ίσως τελικά, πολλοί εξ αυτών να είχαν περίεργα παιδικά χρόνια. Να ήθελαν, ας πούμε, να συμφωνούν όλοι μαζί τους και να επαναλαμβάνουν όλοι, ότι οι ίδιοι λέγανε. Ίσως έπαιζαν πολύ με τον Παρλαπίπη. Ποιος ξέρει;
(Δεν) τα λέμε σύντομα ρε σεις. Εμείς, εκεί έξω πάμε.